ιδιοπάθεια

ιδιοπάθεια
η (Α ἰδιοπάθεια) [ιδιοπαθής]
νόσος που έχει τοπική προέλευση
νεοελλ.
νόσος τής οποίας η αιτιολογία είναι άγνωστη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιδιοπαθώ — ιδιοπαθῶ, έω (Α) [ιδιοπαθής] 1. έχω ιδιοπάθεια 2. δείχνω προσωπικό ενδιαφέρον, λαμβάνω σοβαρά υπ όψιν μου κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”